- μπόρεση
- η возможность;
δεν έχω μπόρεση να σε βοηθήσω — у меня нет возможности тебе помочь;
δεν είναι της μπόρεσής μου — это не в моих силах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν έχω μπόρεση να σε βοηθήσω — у меня нет возможности тебе помочь;
δεν είναι της μπόρεσής μου — это не в моих силах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπόρεση — η το να μπορεί κανείς να κάνει κάτι, η δύναμη: Δεν είχε μπόρεση να ξεφύγει από την παρανομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπόρεση — η η δύναμη, η ικανότητα να μπορεί κάποιος να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορώ + κατάλ. ση] … Dictionary of Greek
ημπόρεση — και μπόρεση, η (Μ ἠμπόρεση και ἐμπόρεση, μπόρεσις, μπόρεση, μπόρηση) 1. δύναμη 2. δυνατότητα 3. κυριαρχία, εξουσία 4. κατοχή, κυριότητα 5. οικονομική άνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπόρεση] … Dictionary of Greek
εμπόρεση — και μπόρεση, η 1. δύναμη («έδειχνε την εμπόρεση τσ αγάπης τη μεγάλη», Ερωτόκρ.) 2. γεν. κατάσταση («γνωρίζοντας ποιές είμαστε και την εμπόρεση μας», Φόρτουν.) … Dictionary of Greek